Περίπου στις 10 το βράδυ της 4ης Αυγούστου 1936 ο πρωθυπουργός
Μεταξάς πήγε στα Ανάκτορα. Μαζί του είχε δυο διατάγματα που τα υπέγραψε
αμέσως ο βασιλιάς Γεώργιος Β’. Αφορούσαν την αναστολή ισχύος των άρθρων
του Συντάγματος που αφορούσαν ατομικά δικαιώματα και πολιτικές
ελευθερίες και τη διάλυση της βουλής. Τα διατάγματα τα ενέκρινε το
υπουργικό συμβούλιο (με μόλις τρεις παραιτήσεις) παρόλο που μόνο δυο
τρεις έμπιστοι του Μεταξά γνώριζαν τι θα γίνει.
Το ίδιο βράδυ αστυνομικοί επισκέπτονταν τα γραφεία των εφημερίδων
για να τους ανακοινώσουν ότι την επόμενη μέρα δεν θα κυκλοφορούσαν. Όχι
ότι είχαν ιδιαίτερο πρόβλημα: από την Καθημερινή του Γ. Α. Βλάχου μέχρι
το Ελεύθερο Βήμα του Λαμπράκη όλες υποστήριξαν την επιβολή της
δικτατορίας.
Ο στρατός έμεινε στους στρατώνες του, δεν χρειάστηκε να «βγουν τα
τανκς» (άλλωστε δεν διέθετε τέτοια). Όμως, όλη η στρατιωτική ηγεσία
έμεινε υπάκουη στο Παλάτι και συνεπώς στον Μεταξά. Αυτά τα δυο, Παλάτι
και στρατός θα ήταν το στήριγμα της δικτατορίας μέχρι το τέλος, δηλαδή
μέχρι το 1941 όταν ο βασιλιάς έφυγε άρον-άρον σε ένα αγγλικό πλοίο μετά
την γερμανική εισβολή. Παρόλα αυτά οι σχέσεις τους δεν ήταν ανέφελες.
Στις εισηγητικές εκθέσεις για τα διατάγματα, ο Μεταξάς
δικαιολογούσε την κήρυξη της δικτατορίας υποστηρίζοντας ότι το
«κοινωνικό καθεστώς» κινδύνευε. Έκανε ρητή αναφορά στην γενική απεργία
που είχαν κηρύξει τα συνδικάτα για τις 5 Αυγούστου, ως απαρχή
«στασιαστικού κινήματος». Στην πραγματικότητα η δικτατορία ήταν στα
σκαριά από καιρό.
Ποιος ήταν
Στις εκλογές του Γενάρη 1936 ο Μεταξάς, αρχηγός του κόμματος των
Ελευθεροφρόνων, πήρε περίπου 50 χιλιάδες ψήφους και έβγαλε 7 έδρες. Στο
Ημερολόγιό του καταγράφει την απογοήτευσή του –έμοιαζε ότι η πολιτική
σταδιοδρομία είχε τελειώσει. Βέβαια, δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα λαμπρή.
Χρωστούσε την όποια φήμη του στο στρατόπεδο της μοναρχικής δεξιάς
στο ρόλο του σαν υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου στα χρόνια του
«Εθνικού Διχασμού» ήταν και προσωπικός φίλος του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Μετά την μικρασιατική εκστρατεία και την ανακήρυξη της αβασίλευτης
Δημοκρατίας, ο Μεταξάς επέλεξε να αναγνωρίσει το νέο καθεστώς, έκανε και
υπουργός σε κάνα δυο κυβερνήσεις το 1927-28. Αλλά πάντα ήταν στο
περιθώριο.
Οι τύχες του άρχισαν να αλλάζουν όταν ο στρατηγός Κονδύλης έκανε
ένα πραξικόπημα τον Οκτώβρη του 1935 και τον επόμενο μήνα οργάνωσε ένα
κραυγαλέα νόθο δημοψήφισμα για την επαναφορά της μοναρχίας. Ο Γεώργιος
Β’ εγκαταστάθηκε στα Ανάκτορα και δεν ξέχασε τον «πιστό υπηρέτη» του
Μεταξά.
Τον επέβαλε ως υπουργό Στρατιωτικών κι αντιπρόεδρο στην
«υπηρεσιακή» κυβέρνηση Δεμερτζή τον Μάρτη του 1936 –χωρίς να ρωτήσει
κανέναν, ούτε καν το πιστό του Γενικό Επιτελείο. Κι όταν ο Δεμερτζής
πέθανε τον Απρίλη, ο Μεταξάς διορίστηκε πρωθυπουργός.
Από νωρίς δεν έκρυβε την προτίμησή του για δικτατορικές λύσεις. Τον
Γενάρη του 1934 είχε δηλώσει στην Καθημερινή ότι: «Συνεπώς δι’ ημάς
τους Έλληνας, το πρόβλημα δεν είναι πώς θα μείνωμεν εις τον
κοινοβουλευτισμόν, αλλά διά ποίας θύρας θα εξέλθωμων εξ αυτού. Διά της
θύρας του κομμουνισμού ή διά της θύρας του εθνικού κράτους». Στις αρχές
Οκτώβρη του ίδιου χρόνου έλεγε στην βουλή: «Απεκτήσαμεν την πεποίθησιν,
και την οποία και δημοσία εξεδηλώσαμεν, ότι η λύσις του πολυπλόκου
ελληνικού πολιτικού και κοινωνικού προβλήματος ουδόλως δύναται πλέον να
επιτευχθή διά της συνεχίσεως εφαρμογής κοινοβουλευτικών μεθόδων».
Μια από τις πρώτες επιλογές ως πρωθυπουργού ήταν να τοποθετήσει
στην νευραλγική θέση του υπουργείου Εσωτερικών, τον Θ. Σκυλακάκη,
απότακτο συνταγματάρχη και παλιό του γνώριμο από το μοναρχικό
στρατιωτικό «κίνημα» του 1923. Ο Σκυλακάκης είχε κι άλλες πιο πρόσφατες
ιδιότητες: ήταν για παράδειγμα αρχηγός της φασιστικής Οργάνωση Εθνικού
Κυρίαρχου Κράτους που στην εφημερίδα της το Κράτος (1934-35) υμνούσε
τους ναζί και τον Χίτλερ. (Στη συνέχεια θα γινόταν το νο2 της
δικτατορίας μέχρι το 1937, και το Δεκέμβρη του ’40 θα συλλαμβανόταν για
κατασκοπεία «υπέρ του εχθρού», δηλαδή της ναζιστικής Γερμανίας).
Ψήφος εμπιστοσύνης
Παρόλα αυτά, στις 27 Απρίλη η βουλή έδινε στον Μεταξά ψήφο
εμπιστοσύνης με 241 ψήφου υπέρ, 4 αποχές και 16 κατά (οι βουλευτές του
Παλλαϊκού Μετώπου δηλαδή του ΚΚΕ και ο Γ. Παπανδρέου). Δηλαδή τον
υποστήριξαν εκτός από τα κόμματα της μοναρχικής δεξιάς και το στρατόπεδο
των Φιλελεύθερων που υποτίθεται έκφραζε τη δημοκρατία και την πρόοδο.
Τρεις μέρες μετά η βουλή διέκοψε τις λειτουργίες της μέχρι τον
Σεπτέμβρη συγκροτώντας μια 28μελή επιτροπή που δεν συνεδρίασε ποτέ. Ο
Μεταξάς είχε ήδη τα χέρια λυμένα να κυβερνάει με διατάγματα.
Τον Μάη του 1936 η Γενική Απεργία των καπνεργατών μετατράπηκε σε
γενικευμένο εργατικό ξεσηκωμό στη Θεσσαλονίκη. Η αστυνομία χτύπησε τους
διαδηλωτές απεργούς και δολοφόνησε δώδεκα. Η πόλη πέρασε ουσιαστικά στα
χέρια της εκλεγμένης Απεργιακής Επιτροπής. Το πολιτικό αίτημα της
απεργίας και του ξεσηκωμού ήταν: Κάτω ο δολοφόνος Μεταξάς.
Όμως, ο Μεταξάς δεν έπεσε, επειδή η ηγεσία του κινήματος, το ΚΚΕ,
στήριζε όλες τις ελπίδες του στους Φιλελεύθερους, και δεν ήθελε να
τρομάξει τους αστούς με εργατικές εξεγέρσεις και μάλιστα πετυχημένες.
Επειδή κανένα από τα δυο μεγάλα κόμματα δεν μπορούσε να σχηματίσει
κυβέρνηση μετά τις εκλογές του Γενάρη, το ΚΚΕ υιοθέτησε το ρόλο του
«ρυθμιστικού παράγοντα». Θα ψήφιζε τον Φιλελεύθερο υποψήφιο για πρόεδρο
της Βουλής και την κυβέρνηση που θα σχηματιζόταν κατόπιν, με αντάλλαγμα
την υλοποίηση ενός «μίνιμουμ» προγράμματος.
Το ΚΚΕ στήριξε την εκλογή Φιλελεύθερου προέδρου στη Βουλή, ο ίδιος ο
Σοφούλης κατέλαβε την περίοπτη αυτή θέση στις 6 Μάρτη. Όμως το
Φιλελεύθερο Κόμμα δεν υλοποίησε το δικό του κομμάτι της συμφωνίας.
Τέσσερις μέρες μετά, στις 11 Μάρτη, ο Σοφούλης έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης
στην κυβέρνηση Δεμερτζή που είχε αντιπρόεδρο τον… Μεταξά. Τέτοιες
«συμμαχίες» το μόνο που κατάφερναν ήταν να στομώσουν τη δυναμική του
εργατικού κινήματος, της μόνης δύναμης που μπορούσε να φράξει το δρόμο
στη δικτατορία.
Ο Γ. Δαφνής στο κλασσικό πλέον βιβλίο Η Ελλάς Μεταξύ Δύο Πολέμων,
είχε δικαιολογήσει την στήριξη των Φιλελευθέρων προς τον Μεταξά,
υποστηρίζοντας ότι οι αρχηγοί του κόμματος ήθελαν να αποσπάσουν αμνηστία
για τους βενιζελικούς που είχαν διωχτεί μετά το αποτυχημένο βενιζελικό
πραξικόπημα του Μάρτη του 1935. Πράγματι, τέτοια παζάρια γίνονταν με
ενδιάμεσο τον …Σκυλακάκη (εκτός από φασίστας ήταν και προσωπικός φίλος
του Σ. Βενιζέλου). Όμως, οι αιτίες για την συνθηκολόγηση των πολιτικών
κομμάτων μπροστά στη δικτατορία ήταν πιο βαθιές.
Έλεγχος
Τα προηγούμενα χρόνια τα δυο «πολιτικο-στρατιωτικά συγκροτήματα»
της άρχουσας τάξης είχαν αλληλο-εξαντληθεί σε μια σκληρή αναμέτρηση για
τον έλεγχο του κράτους. Απόπειρες πραξικοπημάτων, πολιτικές δολοφονίες,
νόθα δημοψηφίσματα, ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Όπως έγραφε το 1935 ο Παντελής Πουλιόπουλος: «Η σημερινή οξύτατη
ενδοαστική σύγκρουση στην Ελλάδα έχει σε τελευταία ανάλυση τις ρίζες της
στις τεράστιες δυσχέρειες της κεφαλαιοκρατίας να αντιμετωπίσει τα
φοβερά και πολύμορφα προβλήματα και τις ασυμφιλίωτες αντιθέσεις των
συμφερόντων που γέννησε η κρίση της αστικής οικονομίας και ο αντίχτυπος
της γενικής κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Βγαίνει από
τις απεγνωσμένες της προσπάθειες να προφυλάξει το πολιτικό και
κοινωνικό οικοδόμημα της ταξικής κυριαρχίας από ένα απειλητικό ξέσπασμα
των ταξικών αντιθέσεων».
Το 1935 η μοναρχική δεξιά φαινόταν να έχει επικρατήσει επιβάλλοντας
ένα άγριο πογκρόμ κάθε δημοκρατικού στοιχείου από τον κρατικό
μηχανισμό. Ταυτόχρονα ο ελληνικός καπιταλισμός έβλεπε με δέος να
κλυδωνίζεται από την παγκόσμια κρίση (το 1932 η Ελλάδα είχε χρεοκοπήσει)
και τα σύννεφα του πολέμου να πυκνώνουν στη διεθνή σκηνή. Τα κόμματα
της άρχουσας τάξης έμπαιναν σε κρίση, οι εργατικοί αγώνες εντείνονταν
και τροφοδοτούσαν την αριστερή ριζοσπαστικοποίηση.
Η άρχουσα τάξη αλαφιασμένη αναζητούσε μια «ισχυρά εξουσία» και
πάνω από όλα «ησυχία». Το Παλάτι (και οι στρατηγοί) πρόβαλε όλο και
περισσότερο ως οι μοναδικοί εγγυητές της «τάξης» και της «ησυχίας». Κι ο
Μεταξάς ήταν ο άνθρωπός του. Όπως είχε γράψει ο Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ
του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, η αστική τάξη ομολογεί ότι:
«για να αποκαταστήσει την ησυχία στη χώρα, πρέπει πριν απ’ όλα να
κάνει να βουβαθεί το αστικό της κοινοβούλιο, ότι για να διατηρήσει
ανέπαφη την κοινωνική της δύναμη, πρέπει να τσακίσει την πολιτική της
δύναμη, ότι οι ιδιώτες αστοί μπορούν να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται
τις άλλες τάξεις και να απολαμβάνουν ανενόχλητα την ιδιοκτησία, την
οικογένεια, τη θρησκεία και την τάξη, μόνο με τον όρο ότι η τάξη τους θα
καταδικαστεί στην ίδια πολιτική εκμηδένιση με τις άλλες τάξεις. Ότι για
να σώσει το πουγκί της πρέπει να αρνηθεί το στέμμα της, και ότι το
ξίφος που πρέπει να την υπερασπίζει, θα πρέπει ταυτόχρονα να κρέμεται
σαν δαμόκλεια σπάθη πάνω από το κεφάλι της».
Καθεστώς τρόμου με φασιστικές συγγένειες
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου ήταν ένα τυραννικό καθεστώς που
ιδεολογικά δανειζόταν πολλά από τη φασιστική Ιταλία και Γερμανία. ‘Ήδη
από το πρώτο βράδυ, της 4ης Αυγούστου, το καθεστώς επέβαλε αυστηρή
λογοκρισία στις εφημερίδες. Ιδρύθηκαν ειδικές επιτροπές λογοκρισίας για
τον τύπο, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Κατασχέθηκαν τα βιβλία που
δεν άρεσαν στο καθεστώς και οργανώθηκαν δημόσιες τελετές για να καούν,
κατά τα χιτλερικά πρότυπα. Στον κατάλογο των απαγορευμένων δεν
περιλαμβάνονταν μόνο τα έργα των μαρξιστών, αλλά και του Φρόιντ, του
Τσβάιχ, του Ντοστογέφσκι, του Γκαίτε, ακόμα και του Παπαδιαμάντη και του
Καρκαβίτσα!
Όπως στις φασιστικές χώρες, έτσι και ο «Γ’ Ελληνικός Πολιτισμός»
του Μεταξά ήθελε να βάλει τη νεολαία στο στρατώνα και τον «γύψο». Κι
αφού η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ) που ιδρύθηκε το 1937 δεν μάζευε
αρχικά περισσότερους από τους φασίστες που ήδη δρούσαν στα πανεπιστήμια,
το καθεστώς την έκανε υποχρεωτική. Για παράδειγμα αν ένας μαθητής έκανε
20 απουσίες από τις συνάξεις της, αποβαλλόταν από το σχολείο!
Και δίπλα σε όλα αυτά ήταν ο τρόμος. Περίπου 100 χιλιάδες άνθρωποι
συνελήφθησαν, ανακρίθηκαν και τρομοκρατήθηκαν στη διάρκεια της
δικτατορίας. Ο Μαναδιάκης, επικεφαλής του πανίσχυρου Υφυπουργείου
Εθνικής Ασφαλείας περηφανευόταν ότι απέσπασε περίπου 50 χιλιάδες
δηλώσεις «αποκήρυξης του κομμουνισμού» (το ΚΚΕ είχε το πολύ 20 χιλιάδες
μέλη το 1936). Χιλιάδες βρέθηκαν στα ξερονήσια της εξορίας και στις
φυλακές.
Τα πιο ευφάνταστα βασανιστήρια επιστρατεύτηκαν στην εκστρατεία
«αναμορφώσεως». Δίπλα στον παραδοσιακό φάλαγγα, προστέθηκαν το κάθισμα
στο πάγο, το βίαιο τάισμα με ρετσινόλαδο, ακόμα και το πετάλωμα. Δεκάδες
δολοφονήθηκαν, κάποιοι με εκπαραθύρωση από τα γραφεία της Ασφάλειας που
μετά βαφτιζόταν «αυτοκτονία». Ο Μανιαδάκης επεδείκνυε με περηφάνια τις
ευχαριστήριες επιστολές του Χίμλερ -αρχηγού των SS- για την συνεργασία
των γερμανικών με τις ελληνικές υπηρεσίες ασφαλείας.
Το «καθεστώς» παρίστανε το «νέο κράτος», «αντιπλουτοκρατικό» και
«λαϊκό», αλλά στην πραγματικότητα ήταν μια δικτατορία που για τους
καπιταλιστές σήμαινε χρυσές δουλειές και για τους εργάτες τρόμος και
φτώχεια. Γι’ αυτό προσωπικότητες του επιχειρηματικού κόσμου» μπήκαν στην
«κυβέρνηση» της 4ης Αυγούστου. Ο Κανελλόπουλος, ο γιος του ιδιοκτήτη
των «Λιπασμάτων» έγινε αρχηγός της ΕΟΝ.
Ο Κορυζής, πρώην υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας (ΕΤΕ) έγινε
υπουργός Υγιεινής και μετά το θάνατο του Μεταξά ο βασιλιάς τον όρκισε
πρωθυπουργό. Ο Αρβανίτης, στέλεχος της ΕΤΕ, έγινε υπουργός Οικονομικών.
Το 1938 ο Ι. Δροσόπουλος, διοικητής της ΕΤΕ δήλωνε στη συνέλευση των
μετόχων: «Αι εργασίαι της τραπέζης βοηθούσης...της κρατησάσης ησυχίας
και τάξεως, εσημείωσαν σημαντικήν βελτίωσιν». (Ν. Ψυρούκης «Ο φασισμός
και η 4η Αυγούστου»).
Η δικτατορία διαφήμιζε ότι έφτιαξε το ΙΚΑ. Η αλήθεια είναι το ΙΚΑ
είχε ιδρυθεί με νόμο από το 1934. Ο Μεταξάς έκανε τα «εγκαίνια» και
φρόντισε να δεσμεύσει τα αποθεματικά των ταμείων με εξευτελιστικά
επιτόκια στην Τράπεζα της Ελλάδος. Και το 1938 με διάταγμα άρπαξε τα
αποθεματικά όλων των ταμείων για τις ανάγκες της … «εθνικής άμυνας»
(τότε δεν είχε εφευρεθεί η «ανακεφαλαιοποίηση» των τραπεζών).
Υποτίθεται επίσης ότι στο φιλεργατικό έργο του περιλαμβάνονται και
οι συλλογικές συμβάσεις. Κι αυτές είχαν νομοθετηθεί το 1935. Στην
πραγματικότητα ο Μεταξάς επέβαλε την υποχρεωτική διαιτησία, ενώ οι
απεργίες ήταν απαγορευμένες. Άλλωστε το καθεστώς είχε φροντίσει να δέσει
το γάιδαρό του (και των καπιταλιστών) διορίζοντας τον υπουργό Εργασίας
και πρόεδρο της «Εθνικής» ΓΣΕΕ. Η αξία των μισθών έπεσε κατά τη διάρκεια
της δικτατορίας και τα κέρδη των επιχειρήσεων εκτοξεύτηκαν. Το 1939 το
6,5% του πληθυσμού διέθετε το 40% του εθνικού εισοδήματος.
Σχέσεις
Οι σχέσεις με τη ναζιστική Γερμανία δεν περιορίζονταν στις
ιδεολογικές συγγένειες. Από τα μέσα της δεκαετίας του ´30, το γερμανικό
κεφάλαιο με τη στήριξη του κράτους διείσδυε συστηματικά στην
νοτιοανατολική Ευρώπη. Στα τέλη της δεκαετίας, το 40% των ελληνικών
καπνών αγοράζονταν από την Γερμανία. Επίσης, η Ελλάδα πρόσφερε στη
γερμανική βαριά βιομηχανία σπάνια σιδηρομεταλλεύματα, απαραίτητα για τον
επανεξοπλισμό της ναζιστικής πολεμικής μηχανής.
Όμως, παρόλες αυτές τις σχέσεις, που είχαν δημιουργήσει μια
ολόκληρη «γερμανόφιλη» μερίδα στην κυρίαρχη τάξη και στους στρατηγούς,
τα ευρύτερα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού, ήταν δεμένα με αυτά
του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Οι εφοπλιστές ήταν από τότε μεγάλη δύναμη
στο Σίτι του Λονδίνου, οι τραπεζίτες ήταν αγκαλιασμένοι με το τραπεζικό
κεφάλαιο της Βρετανίας και της Γαλλίας.
Γι’ αυτό ο Μεταξάς από την πρώτη στιγμή έκανε σαφές ότι ο διεθνής
προσανατολισμός του καθεστώτος του ήταν δεμένος με τις επιλογές της
Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ο παλιός γερμανόφιλος του Α’ Παγκοσμίου
Πολέμου, ο αντισημίτης που έγραφε στο ημερολόγιό του ότι στις δυτικές
δημοκρατίες κάνουν κουμάντο οι Εβραίοι, ήξερε τι επέβαλε το συμφέρον του
«αστικού καθεστώτος» που υπεράσπιζε.
Αλλωστε για αυτό το λόγο η Βρετανία, στήριξε από την αρχή τη
δικτατορία και τον βασιλιά. Βέβαια, ο Σίντνει Ουότερλοου, ο πρέσβης της
Βρετανίας στην Ελλάδα, δεν είχε αυταπάτες. Όταν κηρύχτηκε η δικτατορία
τηλεγράφησε στο Λονδίνο ότι πρόκειται για «κυβέρνηση μηδενικών» με
επικεφαλής τον «πολύ ταπεινό υπηρέτη» του βασιλιά, τον Μεταξά.
Κι ενώ αυτός ο φασουλής φούσκωνε με τους τίτλους που του έδιναν οι
υποτακτικοί του –«πρώτος εργάτης», «πρώτος αγρότης», «πατέρας» όπως τον
φώναζαν στις συγκεντρώσεις της ΕΟΝ- ο ίδιος Ουότερλοου του υπενθύμιζε τη
θέση του, όπως με αυτή την επιστολή-επίπληξη του 1938, στην οποία τον
ρωτούσε αν ήταν ικανοποιημένος με την κατάσταση:
«...των αποχωρητηρίων του αερολιμένος; Υποθέτω ότι όχι, διότι υπό
την έποψιν ταύτην, τα υπάρχοντα διά τους αφικνουμένους εις Φάληρον
ταξιδιώτας ιδρύματα είναι εις αρχέγονον κατάστασιν, είναι μάλιστα αίσχος
διά τον πολιτισμόν... ελπίζω ότι θα συγχωρήσετε την αδιάκριτον τόλμην
μου εάν φέρω ενώπιον της Υμετέρας Εξοχότητος το ήκιστα νόστιμον τούτο
ζήτημα. Ως φίλος της Χώρας σας ετόλμησα τούτο».