O κατήφορος της διαπραγμάτευσης


«Την επόμενη των εκλογών είναι προφανές ότι δεν θα υπάρχουν μνημόνια, τρόικα… Είμαι βέβαιος ότι θα βρεθεί αξιόπιστη και αμοιβαία αποδεκτή λύση... Ο χρονικός ορίζοντας της διαπραγμάτευσης παραμένει σταθερός και ανοίγονται ορίζοντες, ώστε να είναι επιτυχής… Έχουμε σχεδιασμό και στρατηγική συμμαχιών μέσα στην Ευρώπη…» 
Αυτά δήλωνε από το Ζάππειο ο Αλέξης Τσίπρας, δύο μέρες πριν από τις εκλογές της 25ης Γενάρη του 2015. Λίγες μέρες αργότερα, οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς μας πληροφορούσαν: «Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι ετοιμάζεται για μια άγρια διαπραγμάτευση πάνω στη ρευστότητα των τραπεζών - μια παρόμοια τακτική με αυτή που χρησιμοποιήθηκε τον Μάρτη του 2013 στην Κύπρο».
Πέντε μήνες μετά δεν πρέπει να υπάρχει άνθρωπος μέσα και έξω από την Ελλάδα που να μην έχει καταλάβει τι εννοούσε ο πρόεδρος της ΕΚΤ μιλώντας για «άγρια διαπραγμάτευση». Αυτό που, αντίθετα, αναζητείται είναι η «αμοιβαία αποδεκτή λύση», οι «νέοι ορίζοντες» και η «στρατηγική των συμμαχιών μέσα στην Ευρώπη». 
Η «διαπραγμάτευση» έχει εξελιχθεί, σε αυτό που ο Στάθης Κουβελάκης πρόσφατα περιέγραψε σαν καθοδικό σπιράλ υποχώρησης:
«Για κάθε μια υποχώρηση της κυβέρνησης και μια νέα επίθεση των ‘θεσμών’. Για κάθε μια κίνηση «καλής θέλησης» ένα νέο χτύπημα κάτω από τη μέση. Και για  κάθε νέα ‘ειλικρινή’ δήλωση μια νέα λοιδορία», όπως γράφαμε στην Ε.Α στις 5 Μάη. Μια μικρή αναδρομή των βασικών καμπών αυτών των πέντε μηνών «διαπραγμάτευσης» επιβεβαιώνει πλήρως αυτήν την εικόνα.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ξεκίνησε κάνοντας, δια στόματος Βαρουφάκη, δύο μεγάλες υποχωρήσεις: Η πρώτη ήταν η υπαναχώρηση από την θέση του ΣΥΡΙΖΑ για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους στην θέση για “απομείωση” του χρέους μέσα από ανταλλαγή ομολόγων με νέα ομόλογα αέναης διάρκειας και ομόλογα με ρήτρα ανάπτυξης. Η δεύτερη ήταν η ανακάλυψη και η αποδοχή της εφαρμογής ενός «καλού» 70% του μνημονίου. 
Οι “δανειστές” υποδέχτηκαν αυτές τις υποχωρήσεις με φουλ επίθεση. Η ΕΚΤ αποφάσισε να σταματήσει να δέχεται ως ενέχυρο τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, κόβοντας την χρηματοδότηση 17 μέρες νωρίτερα από την λήξη της δίμηνης παράτασης του Σαμαρά. Τον οικονομικό αυτό εκβιασμό συνόδευσε τελεσίγραφο που ζητούσε από την κυβέρνηση να υποβάλει ως τις 16 Φλεβάρη αίτημα νέας παράτασης του μνημονίου. Ακολούθησαν υποβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας και τραπεζών από τις λεγόμενες «αγορές».
Στην ομιλία του στη διάρκεια των προγραμματικών δηλώσεων, ο Βαρουφάκης προσπάθησε να βαφτίσει την παράταση «γέφυρα»: «Η δική μας πρόταση είναι η εξής: Ούτε θα σκίσουμε το ισχύον πρόγραμμα, ούτε εσείς θα απαιτήσετε την τυφλή εφαρμογή του… να υπάρξει μια μεταβατική περίοδος, μια γέφυρα μεταξύ των συμβολαίων…και τα δύο μέρη να προβούν στις συζητήσεις που θα παράξουν “ένα νέο-συμβόλαιο μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ που θα λύσει το πρόβλημα”. Ένα νέο μνημόνιο δηλαδή.  
Στο πρώτο Eurogroup της 11/2, όπως ανέφεραν εκπρόσωποι της κυβέρνησης «υπήρξαν απειλές ότι εάν δεν υπογράφαμε την παράταση του Μνημονίου δεν θα υπήρχε συνέχεια των διαβουλεύσεων». Η «γέφυρα» πήγε περίπατο. Υπό την αιγίδα του Δραγασάκη ξεκίνησαν οι «τεχνικές συνομιλίες» για τους όρους της παράτασης (κατά τις οποίες εκπρόσωποι των θεσμών ενώ ασκούσαν ασφυκτική πίεση, ταυτόχρονα έκαναν και «πλάκα» με δηλώσεις όπως αυτή του εκπροσώπου του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών: «Από σεβασμό προς τους έλληνες φίλους μας στο εξής η τρόικα δεν θα λέγεται τρόικα»). 
Στο Εurogroup της 16/2 ο Ντάισελμπλουμ παρουσίασε ένα κείμενο συμφωνίας που ακόμα και στο επίπεδο των διατυπώσεων εξευτέλιζε τον ΣΥΡΙΖΑ. Η αντιπρόταση της κυβέρνησης ήταν το (κατά Βαρουφάκη) «καταπληκτικό κείμενο» του Μοσκοβισί που αποσύρθηκε. 
Η σύνοδος ήταν αποκαλυπτική όσον αφορά στη «στρατηγική συμμαχιών» του Τσίπρα μεταξύ των «εταίρων». Όπως περιέγραψε ζοφερά ο Ευκλείδης Τσακαλώτος: «Στη σύνοδο του Eurogroup και στη συνέντευξη τύπου που ακολούθησε, η βοήθεια της Λαγκάρντ και του Μοσκοβισί ήταν μη-ανιχνεύσιμη από το γυμνό μάτι. Αυτοί λένε ολοκληρώστε το υπάρχον πρόγραμμα και εμείς θα δείξουμε κάποια ελαστικότητα. Ποτέ όμως δεν μας λένε τι θα περιλαμβάνει αυτή η ελαστικότητα…» 
Η τρόικα έδωσε τελεσίγραφο στην κυβέρνηση να ζητήσει μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου παράταση του μνημονίου. Ετσι φτάσαμε στη συμφωνία παράτασης του μνημονίου της 20ης Φλεβάρη η οποία δέσμευσε (τον ΣΥΡΙΖΑ να κάψει όλες τις υποσχέσεις του και) τις «ελληνικές αρχές να απόσχουν από οποιαδήποτε κατάργηση των μέτρων και από μονομερείς αλλαγές στις πολιτικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα επηρέαζαν αρνητικά τους δημοσιονομικούς στόχους, την οικονομική ανάκαμψη ή την χρηματοοικονομική σταθερότητα, όπως αξιολογείται από τους θεσμούς…» 
Ταυτόχρονα «οι ελληνικές αρχές» επαναδιατύπωσαν «την κατηγορηματική δέσμευσή τους για την τήρηση των οικονομικών τους υποχρεώσεων προς όλους τους πιστωτές τους στο ακέραιο και εγκαίρως». «Η Ελλάδα θα πληρώσει το χρέος μέχρι το τελευταίο σεντ», όπως δήλωνε χαρακτηριστικά ο Βαρουφάκης.
Μια σειρά από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, με κορυφαίο το Μανώλη Γλέζο κατήγγειλαν ότι πρόκειται για ένα νέο μνημόνιο. Η κυβέρνηση δεν έφερε τη συμφωνία της 20/2 στη Βουλή με τη δικαιολογία ότι “πρόκειται απλά και μόνο για μία παράταση μιας υφιστάμενης δανειακής σύμβασης”. (Γ. Σακελλαρίδης).
“Λίστα μεταρρυθμίσεων”
Οι επιπτώσεις ήταν άμεσες, καταρχήν στο νομοσχέδιο για την ανθρωπιστική κρίση που πετσοκόφτηκε σε 220 εκατομμύρια, στο 1/10 από τα 2 δις ευρώ που είχε ανακοινώσει ο Τσίπρας στο πρόγραμμα της ΔΕΘ. Οι ελεγκτές “των θεσμών” επέστρεψαν στην Αθήνα και έπιασαν δουλειά να «αξιολογούν». Στην επταμερή συνάντηση, στα πλαίσια της Συνόδου Κορυφής του Μαρτίου, η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύτηκε εκ νέου να παρουσιάσει «λίστα μεταρρυθμίσεων». 
Στο μεταξύ το ελληνικό κράτος άρχισε να πληρώνει τις δόσεις προς το ΔΝΤ. Πως; Από τη μια διατηρώντας όλα τα άγρια φοροεισπρακτικά μέτρα και τις περικοπές και από την άλλη χρησιμοποιώντας τα αποθεματικά φορέων του δημοσίου –ο έλεγχος και η διαχείριση των οποίων με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου τον Απρίλη πέρασε στην Τράπεζα της Ελλάδας (με την παλιά καμένη δικαιολογία ότι θα έχουν «όφελος»). 
Μέσα στο Πάσχα ο Τσίπρας προχώρησε σε μια ακόμα κίνηση καλής θέλησης, τον «ανασχηματισμό» της διαπραγματευτικής ομάδας και την αποπομπή Βαρουφάκη από την πρώτη γραμμή. Ακολούθησε το ευχαριστώ του επίτροπου Μοσκοβισί: «Με ή χωρίς τον Γιάνη Βαρουφάκη, η Ελλάδα έχει τα ίδια προβλήματα… Η Ελλάδα πρέπει να υποβάλει άμεσα μια οριστική λίστα μεταρρυθμίσεων… » Στο μεταξύ (και ενώ ο Τσίπρας παραδέχεται δημοσίως ότι στις 20 Φεβρουαρίου «παραπλανήθηκε από την ΕΚΤ») στις διαπραγματεύσεις η λίστα αρχίζει να συγκεκριμενοποιείται. 
«Επιτέλους ξεμπλόκαραν» οι διαπραγματεύσεις στο Μπράσελς Γκρουπ με την κυβέρνηση να υποχωρεί στα ζητήματα της κατάργησης του ΕΝΦΙΑ, της αύξησης του ΦΠΑ και των αποκρατικοποιήσεων» πανηγύριζαν τότε τα τροϊκανά ΜΜΕ. Οι «θεσμοί» απάντησαν γενναιόδωρα βάζοντας τώρα στο τραπέζι και το ασφαλιστικό και τα εργασιακά με αιχμή τις ομαδικές απολύσεις, ενώ το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ απειλούσε με περαιτέρω κούρεμα των ελληνικών ενεχύρων που παίρνει στα πλαίσια του ELA!
Τελικά η ΕΚΤ αποφάσισε να μην περιορίσει περαιτέρω τη διαθεσιμότητα των ενεχύρων των ελληνικών τραπεζών, αλλά να αυξήσει ελάχιστα το όριο του έκτακτου μηχανισμού ρευστότητας κατά 2 δις, που προβλήθηκε σαν «επιτυχία». Όμως η πολιτική ασφυξίας συνέχισε να συνοδεύει τη «διαπραγμάτευση». Στο Γιούρογκρουπ της 11 Μάη, αντί για μια «θετική δήλωση-νεύμα προς την ΕΚΤ να εκταμιεύσει 11 δις ευρώ για τη συνέχιση της εξυπηρέτησης του χρέους» που ανέμενε η κυβέρνηση, η μόνη χειρονομία που πήρε από τους εταίρους ήταν το μεσαίο δάχτυλο υψωμένο.
Ακολούθησε η λεγόμενη «συμβιβαστική φόρμουλα» ή αλλιώς «σημείωμα βοήθειας» του Γιούνκερ που προέβλεπε άμεσα μέτρα 5 δις ευρώ και αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, ξεκινώντας από 0,7% το 2015 και φτάνοντας το 3,5% το 2018. «Η συμφωνία έχει ξεκινήσει να γράφεται» διατυμπάνιζαν λογιών-λογιών παπαγαλάκια.
«Συμβιβαστική» πρόταση
Στις 31 Μάη, στη συνέντευξή του στη Le Monde, ο Τσίπρας δεσμεύτηκε για «χαμηλότερα -και ως εκ τούτου εφικτά- πρωτογενή πλεονάσματα το 2015 και το 2016 και σε υψηλότερα για τα επόμενα χρόνια…» αποδεχόμενος την πλειοψηφία των σκληρών απαιτήσεων της «συμβιβαστικής» πρότασης: 
«Αποδεχθήκαμε να ολοκληρώσουμε, με κάποιες μικρές τροποποιήσεις, το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων, αποδεικνύοντας έμπρακτα την διάθεσή μας για βήματα προσέγγισης…να υλοποιήσουμε μια μεγάλη μεταρρύθμιση στο ΦΠΑ… Να υλοποιήσουμε μια μεγάλη μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό σύστημα. Με την ενοποίηση ταμείων και την κατάργηση διατάξεων που κακώς επιτρέπουν τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις… Παρά τη δέσμευσή μας προς τους εργαζόμενους… αποδεχθήκαμε να υλοποιήσουμε την εργασιακή μεταρρύθμιση μόνο μετά από διαβούλευση με τον ILO…»
Ο Τσίπρας επιβραβεύθηκε μετά από μερικές ώρες, με την πρόταση που του παρέδωσε εκ μέρους των τριών θεσμών ο Γιούνκερ (κάνοντας τον πρώτο να ομολογήσει στη Βουλή: «Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα μας παρέδιδαν μια πρόταση που δε θα ελάμβανε υπόψη της το κοινό έδαφος της επί τρίμηνο διαπραγμάτευσης στα Brussels Group»). 
Ηταν ένας οχετός νέων απαιτήσεων για μέτρα «εξοικονόμησης» 5,8 δις ευρώ για να καλυφθεί τάχα το «δημοσιονομικό κενό» της διετίας 2015-16: Κατάργηση του ΕΚΑΣ, εκταμίευση 1% του ΑΕΠ (1,8 δις) από περικοπές στην Ασφάλιση και άλλο 1% του ΑΕΠ από αύξηση στον ΦΠΑ, να αυξηθεί το ΦΠΑ στην ενέργεια στο 23%, να υπάρχουν μόνο δύο τιμές ΦΠΑ (11% και 23%), να προχωρήσει ιδιωτικοποίηση (και) στη ΔΕΗ! 
Την Κυριακή 14 Ιουνίου, στη συνάντηση των «45 λεπτών», η τρόικα δεν αποδέχτηκε τις νέες «συμπληρωματικές προτάσεις» με «ισοδύναμα» μέτρα που της παρέδωσε η ελληνική αντιπροσωπεία, απαιτώντας εφαρμογή των δικών της προτάσεων (κυρίως σε ασφαλιστικό και ΦΠΑ) για περαιτέρω μέτρα περίπου 2 δις ευρώ. 
Με δεδομένο ότι η πρόταση των θεσμών περιλάμβανε μέτρα 5,8 δις ευρώ, συμπεραίνουμε ότι ήδη η ελληνική κυβέρνηση έχει συμφωνήσει σε μέτρα περίπου 4 δις ευρώ… 
Ενόψει του Γιούρογκρουπ της Πέμπτης 18 Ιουνίου, θα δούμε μέχρι ποιό βαθμό οι «εταίροι» είναι διατεθειμένοι να κλιμακώσουν το σχέδιο άγριας τιμωρίας που επιβάλλουν στο εργατικό κίνημα στην Ελλάδα, σαν παράδειγμα για τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης –ριψοκινδυνεύοντας, ίσως, και ένα «ατύχημα» στο μέχρι τώρα πετυχημένο γι’ αυτούς παιχνίδι των εκβιασμών.

Ποιoς είχε δίκιο;
«Ετσι όταν θα λήγει η τετράμηνη παράταση, η ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να εξασφαλίσει χρηματοδότηση θα πρέπει να υπογράψει ένα τρίτο μνημόνιο με την τρόικα, όπως πάντα με το πιστόλι στον κρόταφο». 
Ετσι τέλειωνε το άρθρο της Eργατικής Aλληλεγγύης στο φύλλο της 25ης Φλεβάρη 2015, για τη συμφωνία της 20 Φλεβάρη. Επιβεβαιώνεται πλήρως σε αντίθεση με όσους, εκείνες τις μέρες, πανηγύριζαν γιατί «γλυτώσαμε το bankrun», ανέπτυσσαν θεωρίες περί «κερδίσματος χρόνου» και «δημιουργικής ασάφειας» και έσπερναν αυταπάτες ότι «τον Απρίλιο έρχεται χρηματοδότηση». 
Σήμερα, η ελληνική κυβέρνηση έχοντας (σύμφωνα με τις δηλώσεις των ίδιων των εκπροσώπων της) διανύσει τα 3/4¾ και κάτι παραπάνω της απόστασης για μια «αμοιβαία αποδεκτή λύση», βρίσκεται με το πιστόλι στον κρόταφο προκειμένου να αποδεχτεί ένα νέο μνημόνιο, ένα ακόμα νεοφιλελεύθερο πακέτο μέτρων. Και στο μεταξύ έχει σπαταλήσει πολύτιμους πόρους.
Πόρους που θα μπορούσαν να έχουν ήδη καλύψει βασικές ανάγκες στα νοσοκομεία, τα σχολεία, την ανεργία, τα ζητήματα της ανθρωπιστικής κρίσης. Και κυρίως  πόρους που θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμοι στην περίπτωση της ρήξης προκειμένου να αντιμετωπιστεί τουλάχιστον άμεσα η ασφυκτική πίεση  ρευστότητας, η φυγή κεφαλαίων, τα εργοδοτικά  λοκ άουτ και όλα τα άλλα οικονομικά και όχι μόνο μέτρα που θα χρησιμοποιήσει και ήδη χρησιμοποιεί χωρίς έλεος η άρχουσα τάξη, διεθνής και εγχώρια.
Με κομμένη την χρηματοδότηση (παρεκτός των αυξήσεων με το σταγονόμετρο μέσω του ELA) «από τον Αύγουστο του 2014 μέχρι σήμερα, το ελληνικό κράτος έχει καταβάλλει για τοκοχρεολύσια 17 δις ευρώ, περίπου το 10% του ΑΕΠ της» όπως δήλωσε ο ίδιος ο Τσίπρας στη Le Monde. 17 δις ευρώ από τις τσέπες του λαού και τα αποθεματικά, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τις ανάγκες του κόσμου, πήγαν στους «δανειστές», πεταμένα λεφτά και μάλιστα προκαταβολικά σε μια ασύμφορη και επώδυνη «διαπραγμάτευση» - είτε τελικά αυτή οδηγηθεί σε ρήξη είτε όχι. 
Στην πρώτη περίπτωση, γιατί η κυβέρνηση θα έχει καταφέρει να έρθει σε «ρήξη» έχοντας αδειάσει από μόνη της τα ταμεία και τις τσέπες των φορολογούμενων για να «μαλακώσει» τους δανειστές. Και στην άλλη περίπτωση, (που επέλθει δηλαδή συμφωνία) γιατί ακόμα και η καταβολή ενός τέτοιου μεγάλου ποσού δεν θα έχει συντελέσει παρά ελάχιστα στην αποπληρωμή του χρέους. Είναι ενδεικτικό ότι, με όλα τα μέτρα και τα «κουρέματα» των τελευταίων χρόνων, το χρέος από το 2013 μέχρι το 2014 «μειώθηκε» σε απόλυτους αριθμούς κατά ένα δις, από 321 δις σε 320. 
Να προσθέσουμε εδώ ότι, εν μέσω εκβιασμών και «υποβιβασμών» στις αγορές, σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, από τα τέλη Νοεμβρίου μέχρι τα μέσα του Μάη «οι καταθέσεις στις συστημικές τράπεζες μειώθηκαν από 160,3 δις ευρώ, το Δεκέμβριο του 2014, σε 134 δις τον Απρίλιο του 2015. 26 ακόμα δις ευρώ πέταξαν, καθώς οι καπιταλιστές δεν ανταποδίδουν την “καλόπιστη” στάση που δείχνει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Νέο Μνημόνιο
Η κυβέρνηση που 4 μήνες τώρα συνέχισε να εφαρμόζει τα μέτρα λιτότητας (που υποσχόταν να καταργήσει) – τώρα πάει στο Γιούρογκρουπ της Πέμπτης έχοντας διαμορφώσει μια πρόταση που είναι στην ουσία ένα νέο μνημόνιο. Προτείνει στόχους για πρωτογενή πλεονάσματα, 1% για το 2015, 2% το 2016, 2,5% το 2017 και στο 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 ως το 2022. Πρόκειται για συνέχιση της λιτότητας τα επόμενα χρόνια, καθώς: 
Ηδη έχουν ανασταλεί η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, η αύξηση του αφορολόγητου όριου στα 12.000 ευρώ, η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 750 ευρώ, η 13η σύνταξη για ποσά μέχρι 700 ευρώ. Διατηρείται η «εισφορά αλληλεγγύης» για όλους τους εργαζόμενους και συνταξιούχους. Δεν καταργείται η ρήτρα μηδενικού ελλείμματος στις επικουρικές συντάξεις. 
Το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης πρακτικά αυξάνεται στα 62 χρόνια για όσους δικαιούνταν πρόωρη συνταξιοδότηση και σταδιακά στα 67 χρόνια για όλους, (εξαιρώντας μητέρες με ανήλικα, εργαζόμενους σε ΒΑΕ, ΑμΕΑ). Αυξάνεται ο ΦΠΑ 6 % για βιβλία, φάρμακα, θέατρα, 13% σε φρέσκα τρόφιμα, έντυπα, εστιατόρια, ενέργεια, νερό και 23% σε όλα τα άλλα, τρόφιμα, υπηρεσίες κλπ.
Προχωράνε νέες ενοποιήσεις ασφαλιστικών ταμείων και ιδιωτικοποιήσεις του ΟΛΠ, του ΟΛΘ και άλλων λιμανιών, περιφερειακών αεροδρομίων, ΔΕΣΦΑ, ΤΡΑΙΝΟΣΕ, πλήθους ακινήτων.
Μήπως όμως θα άξιζε να υποστούμε ένα τέτοιο μνημόνιο αν είναι να γίνει βιώσιμο το χρέος και να «έρθει ανάπτυξη»; Οι διαπραγματευτές της κυβέρνησης εμφανίζονται να συζητάνε κάτι τέτοιο με αντάλλαγμα (όχι πια ένα κούρεμα), αλλά τις αρχικές προτάσεις Βαρουφάκη για επιμήκυνση του χρέους. Πρόκειται για αυτοκτονία. 
«Με μια τέτοια πρόταση το χρέος όχι μόνο δεν διαγράφεται αλλά μονιμοποιείται στον αιώνα τον άπαντα» γράφαμε στην Ε.Α στις 2 Φλεβάρη, λίγες μέρες μετά τις πρώτες δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών. «Η πίεση για να πληρώνει ο προϋπολογισμός τους τόκους ενός χρέους που ξεπερνάει κατά πολύ το ΑΕΠ παραμένει και είναι τεράστια. Τόσο μεγάλη ώστε να ακυρώνει κάθε ελπίδα χαλάρωσης της λιτότητας. Για ένα χρέος που φτάνει στο 170% του ΑΕΠ, ακόμη και ένα επιτόκιο 2% απαιτεί ρυθμούς ανάπτυξης 3,5% για να πληρώνονται οι τόκοι και πάλι δεν θα περισσεύει τίποτα για τις κοινωνικές ανάγκες! 
Και βέβαια, ακόμη και ένας τέτοιος συμβιβασμός δεν έχει γίνει ακόμη αποδεκτός από την άλλη πλευρά. Ο κίνδυνος ότι οι προτάσεις Βαρουφάκη μπορεί να οδηγήσουν σε ακόμη μεγαλύτερους συμβιβασμούς είναι υπαρκτός. Ισχύει το παλιό σύνθημα του Μάη του ’68 ότι αν υποχωρείς «λιγάκι» μπορεί να παραδοθείς τελείως».
Aπόρριψη
Η πορεία της «διαπραγμάτευσης» που περιγράψαμε δείχνει τι θα μπορούσε να αποφύγει η κυβέρνηση αν ακολουθούσε την στρατηγική «μιας πολιτικής όχι διαπραγμάτευσης, αλλά απόρριψης των εκβιασμών, δηλαδή μιας πολιτικής διαγραφής του χρέους, εξόδου από την ΕΕ και το ευρώ, κρατικοποίησης των τραπεζών και εργατικού ελέγχου» όπως προτείνε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΣΕΚ (και αυτή η εφημερίδα συγκεκριμένα στις 25 Φλεβάρη).
Θα μπορούσε να αποφύγει μια σειρά ακόμα πολιτικούς συμβιβασμούς, όπως η στήριξη εκ μέρους της κυβέρνησης της ιμπεριαλιστικής κλιμάκωσης του ανθρωποκυνηγητού των προσφύγων στα σύνορα της με συγκρότηση ναυτικής δύναμης στη Μεσόγειο ή το «κουτσό» νομοσχέδιο για την Ιθαγένεια στα παιδιά δεύτερης γενιάς μεταναστών. Θα μπορούσε να είχε απαλλάξει το εργατικό κίνημα από όλους αυτούς τους οποίους, με επίκληση τη ανάγκη της «εθνικής συναίνεσης ενάντια στα μνημόνια» μας έχει φορτώσει στην πλάτη: Τον Πανούση, τον Κοτζιά και τον Καμμένο στα υπουργεία του «βαθέως κράτους», όλους αυτούς που έχει ονομάσει «σύμμαχους», με Πρόεδρο της Δημοκρατίας έναν πρώην υπουργό προϊστάμενο της Αστυνομίας την εποχή που δολοφόνησε τον Αλέξη Γρηγορόπουλο. 
«Ακριβώς επειδή πρόκειται για πρόγραμμα θυσιών σε βάρος της εργατικής τάξης, γι’ αυτό παίρνει τέτοιες διαστάσεις το ζήτημα της “εθνικής συναίνεσης”» γράφαμε στη Ε.Α στις 3 Απρίλη. «Κάποτε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μιλούσε για ενότητα της Αριστεράς, τώρα καλεί τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ σε συστράτευση».
Η δύναμη που μπορεί να απαντήσει σε όλους τους εκβιασμούς και τους επώδυνους συμβιβασμούς είναι αυτή που γκρέμισε τέσσερις μνημονιακές κυβερνήσεις. Η νεολαία και το εργατικό κίνημα, τα οργανωμένα κομμάτια της εργατικής τάξης στα Νοσοκομεία, στους Δήμους, στην Εκπαίδευση, στα Λιμάνια, στις Συγκοινωνίες, στην ΕΡΤ έχουν τη δύναμη να πατήσουν πόδι ενάντια στις περικοπές και τις ιδιωτικοποιήσεις, να απαιτήσουν την επιστροφή των απολυμένων και να ανοίξουν το δρόμο για την αντικαπιταλιστική ανατροπή των μνημονίων νέων και παλιών. 
Η απάντηση στις απαιτήσεις των εκβιαστών «δεν μπορεί να είναι άλλη μια υποχώρηση για να επιτευχθεί ο συμβιβασμός. Τώρα είναι η ώρα της ρήξης με τους εκβιαστές» γράφαμε στην Εργατική Αλληλεγγύη στις 18 Φλεβάρη, Και το επαναλαμβάνουμε ξανά σήμερα. 

Σοσιαλισμός από τα Κάτω

Να τελειώνουμε με το σεξιστικό σύστημά τους
Κάντε κλικ στο εξώφυλλο για να διαβάσετε σε μορφή pdf